- κακονυχτώ
- -άωκακονυχτίζω*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + νύχτα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακονυχτώ — και κακονυχτάω κακονύχτησα, και κακονυχτίζω κακονύχτισα, κακονυχτισμένος, περνώ κακή νύχτα: Κακονύχτησε ο άρρωστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακονύχτι — το άσχημη και γεμάτη ταλαιπωρίες νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακονυχτώ, με υποχωρητ. σχηματισμό (πρβλ. ξενύχτι < ξενυχτώ)] … Dictionary of Greek
κακονυχτίζω — βλ. κακονυχτώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)